προασπίστρια


προασπίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
προασπίστρια μεταγενέστερη ελληνική προασπιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προασπίστρια

✦ θηλ. προασπίστρια υπερασπιστής: προασπιστής της τιμής του έθνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.