προαπαντώ
Προφορά
Ετυμολογία
προαπαντώ αρχαία ελληνική προ-απαντάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προαπαντώ -άς, -ά
✦ απαντώ, αποκρίνομαι εκ των προτέρων, προτού ερωτηθώ
✦ πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχτώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–