προαπαιτώ


προαπαιτώ
Προφορά

Ετυμολογία
προαπαιτώ μεταγενέστερη ελληνική προ-απαιτῶ

Ερμηνεία
ρήμα προαπαιτώ -είς, -εί

✦ απαιτώ κάτι εκ των προτέρων, προβάλλω αξιώσεις προκαταβολικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.