προαναφέρω
Προφορά
Ετυμολογία
προαναφέρω μεταγενέστερη ελληνική προ-αναφέρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προαναφέρω
✦ αναφέρω κάτι πριν από κάτι άλλο, αναφέρω κάτι προηγουμένως: συμφωνώ με όσα προανέφεραν οι ομιλητές για το θέμα των αμυντικών δαπανών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–