προανάφλεξη


προανάφλεξη
Προφορά

Ετυμολογία
προανάφλεξη προαναφλέγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προανάφλεξη

✦ (μηχανολ.) η παραγωγή σπινθήρα στον αναφλεκτήρα (μπουζί) ενός κυλίνδρου μηχανής εσωτερικής καύσεως, προτού το καύσιμο μείγμα να φτάσει στο μέγιστο βαθμό συμπίεσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.