προανάκρουσμα
Προφορά
Ετυμολογία
προανάκρουσμα προανακρούω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προανάκρουσμα
✦ μικρό μουσικό κομμάτι ως εισαγωγή σε εκτενέστερη σύνθεση, προοίμιο, πρελούντιο
✦ (μτφ. ) ενέργεια που προετοιμάζει άλλη σπουδαιότερη ή σοβαρότερη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–