προαιρετικός


προαιρετικός
Προφορά

Ετυμολογία
προαιρετικός αρχαία ελληνική προαιρετικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προαιρετικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην προαίρεση, που γίνεται με ελεύθερη βούληση

Συνώνυμα

Αντίθετα
υποχρεωτικός
Επιρρήματα
προαιρετικά (Κ προαιρετικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.