προαγωγός


προαγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
προαγωγός αρχαία ελληνική προαγωγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η προαγωγός

✦ αυτός που εξωθεί σε πορνεία, μαστροπός, ρουφιάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.