προαγιάζω


προαγιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
προαγιάζω μεσαιωνική ελληνική προ-αγιάζω

Ερμηνεία
ρήμα προαγιάζω

✦ αγιάζω κάτι εκ των προτέρων, καθιστώ κάτι άγιο από πριν
✦ μτχ. παθ. πρκμ. προηγιασμένος, -η, -ο βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.