προίκιση


προίκιση
Προφορά

Ετυμολογία
προίκιση προικίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προίκιση

✦ η παροχή προίκας, η προικοδότηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.