προέχω
Προφορά
Ετυμολογία
προέχω αρχαία ελληνική προ-έχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προέχω
✦ εξέχω, προεξέχω
✦ υπερέχω, είμαι ανώτερος
✦ έχω μεγαλύτερη σημασία, βρίσκομαι πάνω απ’ όλα: προέχει η επίτευξη σύμπνοιας – η αποκατάσταση των ζημιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–