προέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
προέρχομαι αρχαία ελληνική προ-έρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προέρχομαι
✦ έχω την προέλευση, την αφετηρία, ξεκινώ
✦ κατάγομαι
✦ οφείλομαι σε κάτι, έχω κάπου την αιτία: η λοίμωξη προήλθε από μικρόβιο – η βλάβη προήλθε από κακή συντήρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–