προάγω


προάγω
Προφορά

Ετυμολογία
προάγω αρχαία ελληνική προ-άγω

Ερμηνεία
ρήμα προάγω

✦ οδηγώ προς τα εμπρός
✦ κάνω κάτι ή κάποιον να προοδεύσει, να εξελιχθεί προς το καλύτερο: χρέος μας είναι να προαγάγομε τη φιλία των λαών
✦ προβιβάζω κατά τάξη ή βαθμό: δεν είναι καιρός που έχει προαχθεί σε διευθυντή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.