προ
Προφορά
Ετυμολογία
προ αρχαία ελληνική πρό
Ερμηνεία
προ
✦ πρόθ. 1. (για τόπο) συντάσσεται με γενική και σημαίνει: εμπρός και κοντά: προ των πυλών – (κ. μτφ.) προ τοιαύτης καταστάσεως. 2. (για χρόνο) συντάσσεται με γενική και σημαίνει: πριν, πρωτύτερα, νωρίτερα: προ των εορτών – προ του πολέμου – προ καιρού. Σε σύνθεση σημαίνει: α) μπροστά (προπορεύομαι, προηγούμαι κτλ.) β) εκ των προτέρων (προδικάζω, προλέγω κτλ.) γ) υπεράσπιση ή προτίμηση (προτιμώ, προκρίνω)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–