πορσελάνη


πορσελάνη
Προφορά

Ετυμολογία
πορσελάνη └ιταλ┘porcellana

Ερμηνεία
πορσελάνη

✦ λευκό ορυκτό χρήσιμο στην κατασκευή εκλεκτών αντικειμένων κεραμευτικής
✦ σκεύος, αγγείο από το ορυκτό αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.