πορνεία


πορνεία
Προφορά

Ετυμολογία
πορνεία αρχαία ελληνική πορνεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πορνεία

✦ συμμετοχή σε σεξουαλικές πράξεις και δραστηριότητες έναντι χρηματικής αμοιβής
✦ η ιδιότητα και το επάγγελμα της πόρνης ή του πόρνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.