ποριστικός


ποριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ποριστικός αρχαία ελληνική ποριστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ποριστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον πορισμό, ο χρήσιμος για πορισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.