πορθμείο
Προφορά
Ετυμολογία
πορθμείο αρχαία ελληνική πορθμεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πορθμείο
✦ τόπος μέσω του οποίου περνά κανείς από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα
✦ πλωτό μέσο για το πέρασμα από τη μιαν ακτή στην άλλη
✦ μεταγωγικό εμπορικό πλοίο, επιβατών και οχημάτων: περίμεναν την άφιξη του πορθμείου με το οποίο έφθανε από την Ισπανία, μετά από 19 χρόνια εξορίας (Ελευθεροτυπία)
✦ πληθ. τα πορθμεία, η αμοιβή του πορθμέα, τα ναύλα για το πέρασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–