πορθητής


πορθητής
Προφορά

Ετυμολογία
πορθητής αρχαία ελληνική πορθητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πορθητής

✦ αυτός που κυρίευσε χώρα ή πόλη

Συνώνυμα
κατακτητής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.