πορίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply πορίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/πορίζω.mp3Ετυμολογίαπορίζω αρχαία ελληνική πορίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ πορίζω ✦ δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει, να κερδίσει κάτι, προμηθεύω ✦ (μέσ.) πορίζομαι, συνάγω, αποκομίζω Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–