πορίζω


πορίζω
Προφορά

Ετυμολογία
πορίζω αρχαία ελληνική πορίζω

Ερμηνεία
ρήμα πορίζω

✦ δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει, να κερδίσει κάτι, προμηθεύω
✦ (μέσ.) πορίζομαι, συνάγω, αποκομίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.