πολύωρος


πολύωρος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύωρος μεταγενέστερη ελληνική πολύωρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολύωρος -η, -ο

✦ που διαρκεί πολλές ώρες: πολύωρη συνεδρίαση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ολιγόωρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.