πολύσπερμος


πολύσπερμος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύσπερμος μεταγενέστερη ελληνική πολύσπερμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολύσπερμος -η, -ο

✦ που έχει πολλά σπέρματα
(μτφ. ) γόνιμος

Συνώνυμα
πολύσπορος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.