πολύκαρπος
Προφορά
Ετυμολογία
πολύκαρπος αρχαία ελληνική πολύκαρπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολύκαρπος -η, -ο
✦ γόνιμος, που παράγει πολλούς καρπούς: πώς μοσχοβολούσεν ο κάμπος ο πολύκαρπος! (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
καρπερός
Αντίθετα
άκαρπος, άγονος
Επιρρήματα
–