πολύβουος


πολύβουος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύβουος πολύς + βουή

Ερμηνεία
πολύβουος

✦ κ. πολύβοος, -η, -ο επίθ. (Κ -βοος, -ος, -ον) που βγάζει μεγάλη βοή: πολύβουα πλήθη: – γύρω πολύβοο ξέσπασε το μέγα πανηγύρι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.