πολυώροφος


πολυώροφος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυώροφος μεταγενέστερη ελληνική πολυώροφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυώροφος -η, -ο

✦ που έχει πολλούς ορόφους

Συνώνυμα

Αντίθετα
μονώροφος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.