πολυωπία


πολυωπία
Προφορά

Ετυμολογία
πολυωπία πολύς + αρχαία ελληνική ὤψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολυωπία

(ιατρ.) οφθαλμική πάθηση κατά την οποία ο άρρωστος βλέπει το αντικείμενο πολλαπλό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.