πολυσκοτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πολυσκοτίζω πολύς + σκοτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πολυσκοτίζω
✦ ενοχλώ κάποιον πολύ (συνήθ. με άρνηση): τα παιδιά δεν μας πολυσκοτίζουν
✦ (μέσ.) πολυσκοτίζομαι, ενδιαφέρομαι πολύ για κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι (συν. με άρνηση): δεν πολυσκοτίζεται για τη δουλειά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–