πολυσέλιδος


πολυσέλιδος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυσέλιδος πολύς + σελίς

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυσέλιδος -η, -ο

✦ που έχει πολλές σελίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα
(ο)λιγοσέλιδος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.