πολυπρόσωπος


πολυπρόσωπος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυπρόσωπος αρχαία ελληνική πολυπρόσωπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυπρόσωπος -η, -ο

✦ που έχει ή συγκεντρώνει πολλά πρόσωπα: πολυπρόσωπο θεατρικό έργο – πολυπρόσωπη σύσκεψη
✦ που απεικονίζει πολλά πρόσωπα: πολυπρόσωπη ζωγραφική σύνθεση
(μτφ. ) ο παρουσιαζόμενος με πολλές όψεις, ανειλικρινής

Συνώνυμα

Αντίθετα
(ο)λιγοπρόσωπος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.