πολυμηνόρροια
Προφορά
Ετυμολογία
πολυμηνόρροια πολύς + μην, μηνός + ρέω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πολυμηνόρροια
✦ εμμηνορρυσία που χαρακτηρίζεται από ποσότητα αίματος και χρονική διάρκεια, μεγαλύτερη από το κανονικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–