πολυμεταγγιζόμενος


πολυμεταγγιζόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυμεταγγιζόμενος πολύς + μεταγγιζόμενος

Ερμηνεία
πολυμεταγγιζόμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που, εξαιτίας πάθησης, χρειάζεται και υποβάλλεται συχνά σε μεταγγίσεις αίματος: πολυμεταγγιζόμενα άτομα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.