πολυβολισμός


πολυβολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
πολυβολισμός πολυβολίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολυβολισμός

✦ ριπή πολυβόλου
(μτφ. ) καταιγισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.