πολυβασανισμένος


πολυβασανισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
πολυβασανισμένος πολύς + βασανίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολυβασανισμένος -η, -ο

✦ ο πολύ βασανισμένος, πολύπαθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.