πολλαπλάσιος
Προφορά
Ετυμολογία
πολλαπλάσιος αρχαία ελληνική πολλαπλάσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολλαπλάσιος -ια, -ιο
✦ ο κατά πολλές φορές μεγαλύτερος από άλλον
✦ το ουδ. πολλαπλάσιον ως ουσ., ο αριθμός που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–