ποθώ


ποθώ
Προφορά

Ετυμολογία
ποθώ αρχαία ελληνική ποθῶ

Ερμηνεία
ρήμα ποθώ -είς, -εί

✦ επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω (Κ. Βάρναλης)
✦ νιώθω ερωτικό πάθος
✦ ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. το ποθούμενο(ν) ως ουσ., ό,τι επιθυμεί κάποιος, πόθος

Συνώνυμα

Αντίθετα
μισώ, απεχθάνομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.