ποθοπλαντάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ποθοπλαντάζω πόθος + πλαντάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ποθοπλαντάζω
✦ καταθλίβομαι από έξαψη ερωτικού πόθου: κι οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού (Ι. Γρυπάρης)
✦ μτχ. παθ. πρκμ. ποθοπλανταγμένος, -η, -ο ως επίθ., ο κυριευμένος από ερωτικό πάθος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–