ποδόσταμο


ποδόσταμο
Προφορά

Ετυμολογία
ποδόσταμο ποδόστημα

Ερμηνεία
ποδόσταμο

✦ (Κ ποδόστημα) (ναυτ.) κομμάτι από ξύλο ή χάλυβα που αποτελεί κατακόρυφη συνέχεια της τρόπιδας, το κοράκι της πρύμνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.