πνευματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πνευματισμός μεσαιωνική ελληνική πνευματισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πνευματισμός
✦ θεωρία κατά την οποία είναι δυνατή, υπό ορισμένες συνθήκες, η επικοινωνία με τα πνεύματα, με τις ψυχές των νεκρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–