πλύστρα


πλύστρα
Προφορά

Ετυμολογία
πλύστρα πλύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλύστρα

✦ γυναίκα που έχει ως επάγγελμα το πλύσιμο ρούχων
✦ πέτρινη πλάκα ή σανίδα αυλακωτή όπου τρίβονται ή κοπανίζονται τα πλενόμενα ρούχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.