πλύντης


πλύντης
Προφορά

Ετυμολογία
πλύντης μεταγενέστερη ελληνική πλύντης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πλύντης

✦ θηλ. πλύντρια εργάτης που ασχολείται με το πλύσιμο ρούχων, πιάτων, αυτοκινήτων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.