πλουτοπαραγωγικός


πλουτοπαραγωγικός
Προφορά

Ετυμολογία
πλουτοπαραγωγικός πλούτος + παραγωγή

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλουτοπαραγωγικός -ή, -ό

✦ που παράγει πλούτο: πλουτοπαραγωγικές πηγές (ο υπόγειος και επίγειος πλούτος μιας χώρας)

Συνώνυμα
πλουτοφόρος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.