πληρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
πληρώνω μεσαιωνική ελληνική πληρώνω
Ερμηνεία
πληρώνω
✦ κ. πλερώνω ρ. (πλήρ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) καταβάλλω χρήματα για αγορά, αμοιβή ή εξόφληση
✦ (μτφ. ) ανταποδίδω κάτι, αμείβω ή τιμωρώ
✦ (μέσ.) πληρώνομαι, παίρνω χρήματα ως αντάλλαγμα
✦ δωροδοκούμαι: οι διαιτητές ήταν πληρωμένοι
✦ φρ. πληρώνω τα σπασμένα – τις αμαρτίες – τη νύφη, τιμωρούμαι για σφάλματα άλλων – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, ανταποδίδω τα ίσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–