πληροφοριοδότρια
Προφορά
Ετυμολογία
πληροφοριοδότρια πληροφορία + δίδωμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πληροφοριοδότρια
✦ θηλ. πληροφοριοδότρια (Κ -δότις, -ιδος) που δίνει πληροφορίες
✦ (ειδ.) ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–