πληρεξουσιότητα


πληρεξουσιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
πληρεξουσιότητα πληρεξούσιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πληρεξουσιότητα

✦ το δικαίωμα που παίρνει κανείς, με νόμιμους τύπους, να ενεργεί για λογαριασμό άλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.