πλην
Προφορά
Ετυμολογία
πλην αρχαία ελληνική πλήν
Ερμηνεία
πλην
✦ πρόθ. συντάσσεται με γενική και σημαίνει: εκτός, με εξαίρεση: ήρθαν όλοι πλην ενός
✦ (ως επίρρ.) πλην εάν, εκτός αν – πλην του ότι, εκτός του ότι
✦ (ως σύνδ.) αλλά, αλλ’ όμως: το ήθελε, πλην δεν το κατόρθωσε
✦ (μαθημ.) το σύμβολο της αφαίρεσης (-)
✦ φρ. τα συν και πλην, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τα υπέρ και τα κατά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σύν (+)
Επιρρήματα
–