πλημμυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πλημμυρίζω αρχαία ελληνική πλημμυρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πλημμυρίζω
✦ ξεχειλίζω ή κατακλύζω
✦ κατακλύζομαι: πλημμύρισαν ένα σωρό υπόγεια
✦ (αμτβ. για ποταμό, χείμαρρο κτλ.) ανεβαίνει η στάθμη του νερού και βγαίνει από την κοίτη, ξεχειλίζω: πλημμύρισε ο Αγγίτης – πλημμύρισαν τα ρέματα
✦ (για χώρο) κατακλύζομαι από νερά: πλημμύρισαν πολλά υπόγεια
✦ (μτφ. ) γεμίζω: πλημμύρισε η αγορά από κρέατα
✦ (μτβ.) κατακλύζω κάποιον χώρο με νερό: το ποτάμι πλημμύρισε τις γύρω περιοχές
✦ (μτβ. μτφ.) για πρόσωπα που καταλαμβάνουν ή προσέρχονται σ’ ένα χώρο σε μεγάλο αριθμό: το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία
✦ (μτφ. ) αισθάνομαι κάτι έντονα: την πλημμύρισε χαρά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–