πληκτροφόρος


πληκτροφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
πληκτροφόρος αρχαία ελληνική πληκτροφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πληκτροφόρος -α, -ο

✦ που έχει πλήκτρα
✦ ουδ. το πληκτροφόρο(ν) ως ουσ., το πληκτρολόγιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.