πληκτικός


πληκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
πληκτικός αρχαία ελληνική πληκτικός

Ερμηνεία
πληκτικός

✦ κ. πληχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ πληκτικός, -ή, -όν) που προκαλεί πλήξη: στο πληκτικό χωριό που εργάζεται (Κ. Καβάφης) – πληκτική ατμόσφαιρα
✦ ανιαρός, κουραστικός: πληκτική παράσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευχάριστος
Επιρρήματα
πληκτικά (Κ πληκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.