πληθωρικός
Προφορά
Ετυμολογία
πληθωρικός μεταγενέστερη ελληνική πληθωρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πληθωρικός -ή, -ό
✦ άφθονος, πλούσιος
✦ (μτφ. ) που εκφράζει, με έντονο τρόπο, τα συναισθήματά του
✦ (μτφ. για λόγο) που χαρακτηρίζεται από τη χρήση πολλών εκφραστικών μέσων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–