πληθυσμός


πληθυσμός
Προφορά

Ετυμολογία
πληθυσμός μεσαιωνική ελληνική πληθυσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πληθυσμός

✦ το σύνολο των κατοίκων περιοχής, που υφίσταται μεταβολές λόγω των γεννήσεων, μετοικήσεων και θανάτων
(βιολ.) το σύνολο των ζώων ή φυτών που ζουν σε μια περιοχή: υδρόβιοι πληθυσμοί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.